ἀκροπόλεως

ἀκροπόλεως
ἀκροπόλεω̆ς , ἀκρόπολις
upper
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • προπύλαιος — α, ο / προπύλαιος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (κυρίως για αγάλματα θεών) αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πύλη ή τις πύλες («προπύλαιος Ἑρμῆς», Παυσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προπύλαια αρχιτεκτονική επέκταση πριν από την κύρια είσοδο ναών,… …   Dictionary of Greek

  • New Acropolis Museum — infobox Museum name= Νέο Μουσείο Ακροπόλεως New Acropolis Museum imagesize= 260 established= 2008 collection= 4,250+ objects location= Dionysiou Areopagitou Street Athens, Greece type=Archaeological Museum visitors= director= Dimitrios… …   Wikipedia

  • Питтакис, Кирьякос — Кирьякос Питтакис греч. Κυριάκος Πιττάκης Дата рождения …   Википедия

  • LARISSA — I. LARISSA nomen arcis s. ἀκροπόλεως Argivorum, Steph. a Danao condita. Sicut enim Cecrops Cecropiam, Cadmus Cadmeiam, ita Danaus Argivorum Α᾿κρόπολιν condidisse perhibetur, Strabo l. 9. p. 430. et l. 13. p. 604. Ex hac, cum Lynceus e Lyrcea opp …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροπολίτης — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας λογίων. 1. Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη 1217 – 1281). Ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός και θεολόγος. Σπούδασε και σταδιοδρόμησε αρχικά στη Νίκαια, πρωτεύουσα του ομώνυμου κράτους, όπου είχε συγκεντρωθεί η ηγεσία του… …   Dictionary of Greek

  • αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • ελγίνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ελγίνο (Th. Elgin) 2. φρ. «ελγίνεια μάρμαρα» ή τα ελγίνεια τα γλυπτά και άλλα έργα τέχνης που απέσπασε από τα μνημεία τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κυρίως, αλλά και από άλλους αρχαιολογικούς χώρους, ο… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”